- επίχυση
- [-ις (-εως)] η1) наливание, проливание (на чтолибо); 2) распространение (света, тумана и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίχυση — η (AM ἐπίχυσις) [επιχύνω] χύσιμο υγρού μέσα ή πάνω σε κάτι αρχ. μσν. ασθένεια τών οφθαλμών αρχ. 1. συρροή («ἐπίχυσις δ’ ὑπερβάλλουσα ἡμῑν πολιτῶν», Πλάτ.) 2. πρόποση («ἐλθόντες εἰς τὸ πίνειν ἐπιχύσεις ἐποιοῡντο», Πλούτ.) 3. επάλειψη, επίχριση 4.… … Dictionary of Greek
επάντλησις — ἐπάντλησις, η (Α) [επαντλώ] 1. η επίχυση, το χύσιμο υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», Διόδ.) και μτφ. («τὴν βαρεῑαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.) 2. άντληση νερού … Dictionary of Greek
επίσπεισις — ἐπίσπεισις, ἡ (Α) [επισπένδω] η επίχυση κρασιού πάνω στο σφάγιο τής θυσίας … Dictionary of Greek
επίχυμα — το (AM ἐπίχυμα) νεοελλ. η βάπτιση με ραντισμό τής Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με κατάδυση στην κολυμπήθρα αρχ. μσν. επίχυση, ασθένεια τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση … Dictionary of Greek
κατάντλησις — κατάντλησις, ἡ (Α) [καταντλώ] η επίχυση άφθονου ύδατος … Dictionary of Greek
μυροχυσία — μυροχυσία, ἡ (Μ) επίχυση μύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χυσία (< χυτος < χύνω), πρβλ. αιματο χυσία] … Dictionary of Greek
προχοΐδα — Όργανο απαραίτητο στα χημικά εργαστήρια για την ακριβή μέτρηση των όγκων. Αποτελείται από ένα γυάλινο σωλήνα κυλινδρικό, με αυστηρά σταθερή διάμετρο, επί του οποίου υπάρχει κλίμακα κυβικών εκατοστών και των δεκαδικών υποδιαιρέσεών τους. Ο όγκος… … Dictionary of Greek
πρόσχυση — η / πρόσχυσις, ύσεως, ΝΑ [προσχέω] το χύσιμο πάνω σε κάτι, επίχυση («πίστει πεποίηκε τὸ πάσχα καὶ τὴν πρόσχυσιν τοῡ αἵματος», ΚΔ) … Dictionary of Greek